- Δεκελεικός
- Δεκελεικόςa Deceleanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεκελεικός — ή, ό (Α δεκελεικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δεκέλεια ή προέρχεται απ αυτήν 2. φρ. «δεκελεικός πόλεμος» η τελευταία περίοδος τού Πελοποννησιακού πολέμου μετά την οχύρωση τής Δεκέλειας … Dictionary of Greek
Δεκελεικῶν — Δεκελεικός a Decelean fem gen pl Δεκελεικός a Decelean masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεκελεικόν — Δεκελεικός a Decelean masc acc sg Δεκελεικός a Decelean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεκελεικοῦ — Δεκελεικός a Decelean masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δεκελεικῷ — Δεκελεικός a Decelean masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek